- μπογάζι
- και μπουγάζι, το (Μ μπογάζι και μπουγάζι)στενή θαλάσσια δίοδος, στενός πορθμόςνεοελλ.1. στενή διάβαση μεταξύ ορέων ή υψωμάτων, αλλ. δερβένι2. συνεκδ. ρεύμα αέρα που σχηματίζεται από τέτοιες διαμορφώσεις τού εδάφους.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. boğaz].
Dictionary of Greek. 2013.